- ἀγέλαστοι
- ἀγέλαστοςnot laughingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀγέλαστοι — Ἀγέλαστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)